Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεκλεισμένος
1 εγγραφή
κεκλεισμένος -η -ο [keklizménos] Ε3 : μόνο στη ΦΡ κεκλεισμένων των θυρών*.

[λόγ. μππ. του αρχ. κλείω μτφρδ. γαλλ. à huis clos]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες