Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατορθώνω
1 εγγραφή
κατορθώνω [katorθóno] (σπάν.) -εται Ρ1 : με προσπάθεια και κόπο πετυχαίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κτ. πολύ δύσκολο, κτ. που το έχω θέσει ως στόχο· καταφέρνω: Θα κατορθώσει άραγε να περάσει τις εξετάσεις; Δεν κατόρθωσα να τον δω. Δεν κατορθώθηκε να…, δεν κατόρθωσαν να… || Ποτέ δε θα κατορθώσει τίποτα στη ζωή του.

[λόγ. < αρχ. κατορθ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες