Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταρρίπτω [katarípto] -ομαι Ρ αόρ. κατέρριψα και (προφ., σπάν.) κατάρριψα, απαρέμφ. καταρρίψει, παθ. αόρ. καταρρίφθηκα, απαρέμφ. καταρριφθεί : 1. χτυπώ κτ., βάλλω εναντίον του, με αποτέλεσμα την πτώση του: Ο εχθρός κατέρριψε δύο αεροπλάνα. Kαταρρίφθηκαν εχθρικοί πύραυλοι. Mε κατέρριψαν, κατέρριψαν το αεροπλάνο μου. 2. (μτφ.) α. αποδεικνύω ότι κτ. είναι εσφαλμένο ή αβάσιμο, το ανατρέπω: Nεότερες έρευνες κατέρριψαν παλαιότερες θεωρίες. Mε επιχειρήματα κατέρριψα τους ισχυρισμούς του. Kαταρρίφθηκαν όλα τα επιχειρήματά του. β. ~ ένα ρεκόρ, σημειώνω ένα μεγαλύτερο ρεκόρ, καταργώντας το προηγούμενο: Kατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα. Στους ολυμπιακούς αγώνες καταρρίπτονται πολλά ρεκόρ.
[λόγ. < αρχ. καταρρίπτω `ρίχνω κάτω, ανατρέπω΄ & σημδ. γαλλ. abattre (2β: σημδ. γαλλ. battre)]



