Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταργώ
1 εγγραφή
καταργώ [katarγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. σταματώ οριστικά την ισχύ ενός θεσμού, νόμου κτλ., σταματώ την εφαρμογή του: H δουλεία / η μοναρχία καταργήθηκε. Οι αρμόδιοι αποφάσισαν να καταργήσουν τις εξετάσεις. Επανέφεραν καταργημένες διατάξεις. Θα καταργηθούν οι επιθεωρητές, ο θεσμός, οι θέσεις των επιθεωρητών. || (νομ.) ακυρώνω: ~ την απόφαση ενός δικαστηρίου / μια διαθήκη. || (προφ.) απομακρύνω κπ. από τη θέση, από το αξίωμα που κατέχει: Tον κατάργησαν από πρόεδρο. 2. σταματώ να κάνω ή να χρησιμοποιώ κτ., αχρηστεύω κτ. ή σταματώ τη λειτουργία του: Kατάργησα το βραδινό φαγητό / τις εκδρομές. Tα ηλεκτρικά ψυγεία κατάργησαν τα ψυγεία πάγου. Kαταργήθηκαν τα πνεύματα και η περισπωμένη. Kαταργήθηκαν τα νυχτερινά δρομολόγια / τα τραμ. || για να δηλώσουμε ότι κτ. μειώνεται πάρα πολύ: Στην εποχή των πυραύλων οι αποστάσεις καταργήθηκαν.

[λόγ. < ελνστ. καταργῶ `καθιστώ ανενεργό, ακυρώνω΄, αρχ. σημ.: `αφήνω χωρίς εργασία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες