Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακάθι
3 εγγραφές [1 - 3]
κατακάθι το [katakáθi] Ο44 : 1. ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα ενός δοχείου που περιέχει υγρό με διαλυμένες μέσα σ΄ αυτό στερεές ουσίες· (πρβ. ίζημα): Ο ελληνικός καφές αφήνει πολύ ~, ντελβέ. H μούργα είναι το ~ του λαδιού. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος χυδαίος, τιποτένιος· απόβρασμα: Σε αυτά τα καταγώγια μαζεύονται όλα τα κατακάθια της κοινωνίας. β. ό,τι μένει στην ψυχή του ανθρώπου ιδίως ύστερα από δυσάρεστες εμπειρίες· καταστάλαγμα: Έμεινε μέσα του το ~ της πίκρας.

[κατακαθ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]

κατακάθισμα το [katakáθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατακάθομαι. 1α. καταστάλαγμα: Tο ~ της μούργας. || κατακάθι. β. πτώ ση αιωρούμενων σωματιδίων επάνω σε μια επιφάνεια: Tο ~ της σκόνης. γ. καθίζηση, βούλιαγμα: Tο ~ του τοίχου / του στρώματος. 2. (μτφ.) καταλάγιασμα.

[κατακαθισ- (κατακαθίζω) -μα]

κατακάθομαι [katakáθome] & κατακαθίζω [katakaθízo] Ρ αόρ. κατακάθισα, απαρέμφ. κατακαθίσει και (προφ.) κατακάτσει : 1. για διαλυμένες σε υγρό ουσίες που κατεβαίνουν και μένουν στον πυθμένα ενός δοχείου· κατασταλάζω· (πρβ. καθιζάνω): Άμμος κατακάθεται στον πάτο της πισίνας. Στο μπουκάλι κατακάθισε η μούργα του λαδιού. α2. για αιω ρούμενα σωματίδια που πέφτουν και καλύπτουν μια επιφάνεια: Kαταβρέχει την αυλή του για να κατακαθίσει η σκόνη. β. για κτ. που, όταν δεχτεί κάποια πίεση, υποχωρεί και μετακινείται προς τα κάτω: Ολόκληρη η οικοδομή κατακάθισε μισό μέτρο, έπαθε καθίζηση. Tα μαξιλάρια κατακάθισαν, δεν είναι πια φουσκωτά. || Kατακάθισε το γλυκό, δε φούσκωσε κανονικά. 2. (μτφ.) για κτ. που χάνει την έντασή του· καταλαγιάζω: Aς περιμένουμε ώσπου να κατακαθίσει ο θόρυβος και η φασαρία.

[κατα- κάθομαι, καθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες