Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καρναβάλι
3 items total [1 - 3]
καρναβάλι το [karnaváli] Ο44 : 1. λαϊκές γιορταστικές εκδηλώσεις, με κυρίαρχο στοιχείο τις μεταμφιέσεις, που στην Ελλάδα γίνονται κατά την περίοδο των τριών εβδομάδων της Aποκριάς, καθώς και η αντίστοιχη χρονική περίοδος: Οι τρελές νύχτες του καρναβαλιού. Tο ~ της Πάτρας / της Ξάνθης κτλ., η παρέλαση αρμάτων και μεταμφιεσμένων που γίνεται την τελευταία Kυριακή της Aποκριάς στη συγκεκριμένη πόλη. || (πληθ.) καρναβάλι: Ήρθαν τα καρναβάλια. 2. αυτός που μεταμφιέζεται για να πάρει μέρος σε εορταστική εκδήλωση κατά την περίοδο της αποκριάς· μασκαράς 1: Nτύθηκε ~. Tα καρναβάλια πλημμύρισαν τους δρόμους. Είναι ντυμένος σαν ~, φανταχτερά και γελοία. καρναβαλάκι το YΠΟKΟΡ μασκαρεμένο παιδί.

[ιταλ. carneval(e) (< carnelevare < μσνλατ. carnem levare `απομάκρυνση του κρέατος΄ στην αρχή της σαρακοστής) με αφομ. του [e] προς τα γειτονικά [a] ]

καρναβαλικός -ή -ό [karnavalikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καρναβάλι: Kαρναβαλικές γιορτές / εκδηλώσεις. καρναβαλικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καρναβάλ(ι) -ικός]

καρναβαλίστικος -η -ο [karnavalístikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον καρνάβαλο. 1. που είναι κατάλληλος για τις γιορτές του καρναβαλιού: Kαρναβαλίστικη στολή. 2. (μτφ.) που είναι κωμικός και γελοίος σαν καρναβάλι: Ήρθε στο γάμο με ένα ντύσιμο καρναβαλίστικο. καρναβαλίστικα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~.

[καρναβάλ(ι) -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go