Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόγουστος -η -ο [kakóγustos] Ε5 : ANT καλόγουστος. α. για κτ. που φανερώνει κακό γούστο, έλλειψη καλαισθησίας: Kακόγουστη διακόσμηση. Kακόγουστο ντύσιμο / κτίριο. || Kακόγουστο αστείο / κακόγουστη φάρσα, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χιούμορ και που συνήθ. γίνεται αιτία να δημιουργηθούν δυσάρεστες καταστάσεις. β. για κπ. που δεν έχει καλαισθησία.
κακόγουστα ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι της είναι πολύ ~ επιπλωμένο. [λόγ. κακο- + γούστ(ο) -ος μτφρδ. γαλλ. de mauvais goût]



