Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κακίστρα
1 item total
κακίστρα η [kakístra] Ο25α & κακίστρω η [kakístro] Ο37α : (οικ.) χαρακτηρισμός γυναίκας κακιάς, μοχθηρής.

[μσν. κακισ- (κακίζω) `θυμώνω΄ (< αρχ. κακίζω) -τρα· κακίστρ(α) μεταπλ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go