Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καινοτομία
1 item total
καινοτομία η [kenotomía] Ο25 : ενέργεια που χαρακτηρίζεται από νέα, πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, νεωτερισμός: H κατάργηση των εξετάσεων είναι μια ~ με θετικά / με αρνητικά αποτελέσματα. H κατάργηση της επετηρίδας για το διορισμό των καθηγητών ήταν μια ~ που συνάντησε αρνητικές και θετικές αντιδράσεις. || πρωτότυπη τεχνική κατασκευή.

[λόγ. < ελνστ. καινοτομία, αρχ. σημ.: `εφεύρεση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go