Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καβάλα
5 items total [1 - 5]
καβάλα [kavála] επίρρ. : (οικ.) 1. επάνω στη ράχη υποζυγίου, έχοντας το ένα πόδι από τη μια πλευρά του ζώου και το άλλο από την άλλη: Πήγε ~ στο άλογό του. ~ πάν(ε) στην εκκλησιά ~ προσκυνάνε, και ειρωνικά για αυτούς που χρησιμοποιούν πάντα το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο αντί να μετακινούνται πεζή. || (επέκτ.): ~ στο ποδήλατο. 2. η παραπάνω θέση του σώματος επάνω στους ώμους κάποιου ή επάνω σε μακρόστενη κατασκευή: Πήρε το παιδί ~. Kάθισε ~ στην καρέκλα / στην κουπαστή της σκάλας. ΦΡ είμαι ~ / έχω κπ. ~, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, ώστε να μπορώ να επιβληθώ σε κπ. αγοράζω / ψωνίζω ~, χωρίς προσοχή και έλεγχο. || (χυδ.) σε στάση συνουσίας: Tους βρήκαν ~.

[επιρρ. χρήση του ουσ. καβάλα, σύγκρ. γραμμή `ίσια΄]

καβάλα η [kavála] Ο25α : 1.(παρωχ., λαϊκότρ.) α. η ιππασία: Tου άρεσε να κάνει ~. β. ιππικό, καβαλάρηδες: Πεζούρα και ~. 2. (χυδ.) η συνουσία.

[μσν. καβάλα `φοράδα, καβάλα΄ < βεν. cavala ή υστλατ. caballa]

καβαλάρης ο [kavaláris] Ο11 πληθ. και καβαλαραίοι, θηλ. καβαλάρισσα [kavalárisa] Ο27 : I1.αυτός που είναι ανεβασμένος επάνω σε άλογο, που είναι καβάλα σε άλογο. || (έκφρ.) ο μαύρος ~, ο χάρος. μοναχικός ~, για κπ. που ακολουθεί μοναχική πορεία στη ζωή. 2. (οικ.) στρατιώτης που υπηρετούσε στο ιππικό· ιππέας: Πεζοί και καβαλάρηδες πολιόρκησαν το κάστρο. II. για κατασκευή που έχει το σχήμα που παίρνουν τα πόδια του καβαλάρη. 1α. οριζόντιο δοκάρι που αποτελεί την κορυφή δίριχτης στέγης. β. καθένα από τα κεραμίδια που καλύπτουν την κορυφή της στέγης. 2. σε έγχορδο όργανο, η ξύλινη πλάκα επάνω στην οποία είναι τεντωμένες οι χορδές.

[μσν. καβαλλάρης < ελνστ. καβαλλάριος με αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < υστλατ. caballarius (διαφ. το μσν. καβαλάριος `ιππότης΄ σημδ. γαλλ. chevalier)· καβαλάρ(ης) -ισσα]

καβαλαρία η [kavalaría] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. ιππικό: Πεζούρα και ~. 2. (ως επίρρ.) καβάλα.

[βεν. cavalaria (διαφ. το μσν. καβαλλαρία `γυναίκα καβαλλάριου, ιππότη΄)]

καβαλώ [kavaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α.ανεβαίνω στη ράχη αλόγου ή άλλου υποζυγίου και κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια, το καθένα επάνω σε καθεμιά από τις πλευρές του ζώου· καβαλικεύω. β. (προφ.) ανεβαίνω σε όχημα, κυρίως σε δίκυκλο: Kαβαλάω τη μηχανή και φεύγω. || κάθομαι κάπου παίρνοντας τη στάση του ανθρώπου που καβαλικεύει ένα υποζύγιο. ΦΡ καβάλησε το καλάμι, για κπ. που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο και συμπεριφέρεται με έπαρση. γ. (χυδ.) συνουσιάζομαι. 2. (μτφ., προφ.) α. επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ., με ιδιαίτερα καταπιεστικό τρόπο· καβαλικεύω: Mην του δίνεις θάρρος, γιατί θα μας καβαλήσει όλους. ΦΡ ~ κπ. στο σβέρκο*. β. για έντονο αρνητικό συναίσθημα από το οποίο κυριαρχείται κάποιος· καβαλικεύω: Tον καβάλησε ο δαίμονας της ματαιοδοξίας. γ. (μππ.) για κπ. που θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο και συμπεριφέρεται με έπαρση: Δεν το συζητάω· είναι πολύ καβαλημένος.

[μσν. καβαλώ < ουσ. καβάλ(α) `φοράδα΄ (δες λ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go