Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρβουνο
2 εγγραφές [1 - 2]
κάρβουνο το [kárvuno] Ο41 : 1. στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα σε μεγάλη ποσότητα και που: α. εξορύσσεται από τη γη· γαιάνθρακας, πετροκάρβουνο: Tα παλιά τρένα κινούνταν με ~. Ρίχνω ~ στη μηχανή. β. (συνήθ. πληθ.) παρασκευάζεται με αργή και ατελή καύση του ξύλου· ξυλοκάρβουνο: Kρέας (ψημένο) στα κάρβουνα. Tα μάτια του είναι κατάμαυρα σαν ~. (έκφρ.) κάποιος / κτ. γίνεται ~, καίγεται από τη φωτιά: Άνθρωποι και ζώα έγιναν ~. Ξέχασε το φαγητό στο φούρνο και έγινε ~. ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα, ανυπομονώ ή ανησυχώ για την εξέλιξη μιας κατάστασης· ΣYN ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια. εδώ σε θέλω κάβουρα* να περπατάς στα κάρβουνα. πού πας ξυπόλυτος* στ΄ αγκάθια / στα κάρβουνα; (λαϊκ.) να καούν τα κάρβουνα!, αναφώνηση κάποιου που βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού. 2. (ζωγρ.) α. είδος μολυβιού από ειδικό κάρβουνο, που χρησιμοποιείται για σχέδιο σε χοντρό χαρτί: Πορτρέτο σε ~. β. σχέδιο που έγινε με το παραπάνω μολύβι: Ο ζωγράφος εκθέτει έργα του, ~ και λάδι. καρβουνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κάρβουνο ειδικό για το κάψιμο του λιβανιού. 2. εξάρτημα ηλεκτρικής μηχανής, από γραφί τη, που μεταφέρει το ρεύμα από ένα τμήμα σε άλλο: Aλλάζω τα καρβου νάκια του αυτοκινήτου. 3. φαρμακευτικό παρασκεύασμα με βάση τον άνθρακα.

[μσν. κάρβουνο(ν) < κάρβων `ξυλοκάρβουνο΄ -ον μεταπλ. σε ουδ. με βάση τη γεν. κάρβωνος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) < λατ. carbo]

καρβουνόσκονη η [karvunóskoni] Ο32 : σκόνη από κάρβουνα.

[κάρβουν(ο) -ο- + σκόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες