Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμπη
2 εγγραφές [1 - 2]
κάμπη η [kámbi] Ο30 : (λόγ.) κάμπια.

[λόγ. < αρχ. κάμπη]

καμπή η [kambí] Ο29 : 1. το σημείο όπου κάμπτεται μια ευθεία: H ~ του τόξου. H ~ του δρόμου, η στροφή. H ~ του αγκώνα, η εσωτερική κοιλότητα ή η εξωτερική κυρτότητα. || (γεωμ.) σημείο καμπής, το σημείο όπου η κοιλότητα μιας καμπύλης μετατρέπεται σε κυρτότητα και το αντίστροφο. 2. (μτφ.) χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνουν εξελίξεις, που αλλάζουν την έως τότε πορεία στον πολιτικό, κοινωνικό, προσωπικό ή άλλο τομέα: Bρισκόμαστε σε μια κρίσιμη ~ του εθνικού μας βίου. Έφτασε σε μια αποφασιστική ~ της ζωής του.

[λόγ. < αρχ. καμπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες