Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιγκλού
1 item total
ιγκλού το [iglú] Ο (άκλ.) : θολωτό κατάλυμα των Εσκιμώων από χιόνι ή πάγο.

[λόγ. < γαλλ. iglou < αγγλ. igloo από τα εσκιμώικα: `σπίτι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go