Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιαγουάρος ο [iaγuáros] Ο18 : είδος λεοπάρδαλης της Nότιας και Kεντρικής Aμερικής· τζάγκουαρ.
[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. jaguar -ος (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. yaguar (από ινδιάνικη γλώσσα της N. Aμερικής)]