Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θηριοδαμαστής
1 εγγραφή
θηριοδαμαστής ο [θirioδamastís] Ο7 θηλ. θηριοδαμάστρια [θirioδamá stria] Ο27 : αυτός που δαμάζει και εκγυμνάζει άγρια ζώα: Στο τσίρκο ο ~ παρουσιάζει ελέφαντες, αρκούδες κτλ. σε εντυπωσιακά νούμερα.

[λόγ. θηρί(ον) -ο- + δαμαστής, μτφρδ. γαλλ. dompteur des bêtes sauvages· λόγ. θηριοδαμασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες