Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Θεοτόκος η [θeotókos] Ο35 : η μητέρα του Xριστού, η Παναγία.
[λόγ. < μσν. Θεοτόκος ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. θεοτόκος `αυτός που γεννάει θεούς΄ (επίθ. της γης)]