Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θαλαμηπόλος ο [θalamipólos] Ο18 : υπηρέτης που φροντίζει για την τακτοποίηση δωματίων· (πρβ. καμαριέρης, καμαρότος): Yπηρέτησε ως ~ στο ανάκτορο.
[λόγ. < ελνστ. ὁ θαλαμηπόλος `ευνούχος καμαριέρης΄, αρχ. ἡ θαλαμηπόλος `καμαριέρα΄]