Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ημιευθεία
1 item total
ημιευθεία η [imiefθía] Ο25 : (μαθημ.) καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζεται μια ευθεία από ένα σημείο που βρίσκεται επάνω σε αυτήν.

[λόγ. ημι- + ευθεία μτφρδ. γαλλ. demi-droite]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go