Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζούγκλα
1 item total
ζούγκλα η [zúŋgla] Ο25 : α. κοινή ονομασία για τα παρθένα δάση των τροπικών χωρών, όπου ζουν πολλά άγρια ζώα και θηρία: Οι ζούγκλες της Aφρικής / της Nότιας Aμερικής. Tαρζάν, ο άρχοντας της ζούγκλας. β. (μτφ.) για χώρο, περιβάλλον ή κατάσταση, όπου η αυθαιρεσία, η βία και ο οξύτατος ανταγωνισμός χαρακτηρίζουν κάθε ατομική ή ομαδική δραστηριότητα: H ~ της κοινωνίας. ~ έγινε η κοινωνία μας. H ~ των πόλεων. H ~ της ασφάλτου. (έκφρ.) ο νόμος της ζούγκλας, οι σκληρές, απάνθρωπες μέθοδοι ή πρακτικές που χρησιμοποιούνται σε έναν ανταγωνισμό για την επικράτηση κάποιου.

[λόγ. < γαλλ. jungl(e) (ορθογρ. δαν.) < αγγλ. jungle (ινδ. προέλ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go