Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζουλάπι
1 item total
ζουλάπι το [zulápi] Ο44 : (λαϊκότρ.) α. άγριο ζώο: Tαραγμένα απ΄ τις τουφεκιές τα ζουλάπια κρύβονταν στις φωλιές τους. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση: Bρε ζουλάπια, εμένα πάτε να κοροϊδέψετε;

[βλάχ. zulap(e) ή αλβ. zullapi]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go