Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνουχίζω
1 εγγραφή
ευνουχίζω [evnuxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(κυρίως για άτομο αντρικού φύλου) αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, με αποτέλεσμα τη στειρότητα και την απώλεια των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου. || αφαιρώ από ένα ζώο τους όρχεις, για να γίνει κατάλληλο για οικονομική εκμετάλλευση. 2. (μτφ., μειωτ.) αφαιρώ από κπ. το δυναμισμό που φυσιολογικά πρέπει να τον χαρακτηρίζει: H εκπαίδευση μπορεί να καλλιεργήσει ή να ευνουχίσει την παιδική δημιουργικότητα. Λαός ευνουχισμένος και ανίκανος να αντιδράσει.

[λόγ. < ελνστ. εὐνουχίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες