Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερίτιμος
1 εγγραφή
ερίτιμος -ος / -η -ο [erítimos] Ε17 : (λόγ.) που αξίζει την εκτίμηση και το σεβασμό, συνήθ. για γυναίκα, όταν αναφερόμαστε σε αυτή: H ~ κυρία / δεσποινίς.

[λόγ. < αρχ. ἐρίτιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες