Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιτυχής
1 item total
επιτυχής -ής -ές [epitixís] Ε10 : (για ανθρώπινη ενέργεια) πετυχημένος. ANT ανεπιτυχής. α. που έχει επιτύχει κάποιο σκοπό, στόχο κτλ.: Mία ~ δοκιμή / παράσταση. Επιτυχές πείραμα. β. που είναι σωστός ή καίριος: Mία ~ παρατήρηση / απάντηση / βολή. επιτυχώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχής, ἐπιτυχῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go