Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκοπή
2 εγγραφές [1 - 2]
επισκοπή η [episkopí] Ο29 : (εκκλ.) 1. η περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός επισκόπου· επισκοπάτο. 2. η επίσημη κατοικία του επισκόπου· επισκοπείο, επισκοπικό. 3. το αξίωμα του επισκόπου· επισκοπεία.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισκοπή (στις σημ. 1, 3)]

επισκόπηση η [episkópisi] Ο33 : εξέταση, συνήθ. σύντομη, ενός συνόλου γεγονότων, πράξεων, πραγμάτων κτλ.: Στο υπουργικό συμβούλιο έγινε ~ του κυβερνητικού έργου. Γενική ~ της πολιτικής κατάστασης. Tηλεοπτική εκπομπή στην οποία γίνεται ~ της επικαιρότητας / των κυριότερων ειδήσεων / του καθημερινού τύπου.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκόπη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες