Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιλέγω
1 εγγραφή
επιλέγω [epiléγo] -ομαι Ρ αόρ. επέλεξα, απαρέμφ. επιλέξει, παθ. αόρ. επιλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επελέγη, επελέγησαν, απαρέμφ. επιλεγεί και επιλεχτεί, μππ. επιλεγμένος : διαλέγω. α. ξεχωρίζω από ένα σύνολο προσώπων, πραγμάτων κτλ. αυτό που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο: Ο προπονητής θα επιλέξει τους παίκτες της εθνικής ομάδας. Ο καθηγητής επιλέγει ορισμένα βιβλία και τα συνιστά στους μαθητές του. β. αποφασίζω ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες λύσεις, δυνατότητες κτλ., προτιμώ κάποια από αυτές: Επιτροπή εμπειρογνωμόνων θα επιλέξει τον τύπο των αεροπλάνων, τα οποία θα προμηθευτεί η πολεμική μας αεροπορία.

[λόγ. < αρχ. ἐπιλέγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες