Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιδότηση
1 item total
επιδότηση η [epiδótisi] Ο33 : α.οικονομική παροχή που δίνεται σε ορισμένη οικονομική δραστηριότητα με στόχο την ανάπτυξη ή την ενίσχυσή της· (πρβ. επιχορήγηση): H ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας. ~ των εξαγωγών. H ελληνική οικονομία στηρίχτηκε στις κρατικές επιδοτήσεις. H Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει κατάργηση των κάθε μορφής επιδοτήσεων. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Mεγάλη / μικρή ~. Παίρνω / εισπράττω την ~. β. παροχή επιδόματος: H ~ των ανέργων.

[λόγ. επιδοτη- (επιδοτώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go