Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδεικνύω [epiδiknío] -ομαι Ρ πρτ. επιδείκνυα, αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχθηκα, απαρέμφ. επιδειχθεί : 1.(λόγ.) δείχνω, παρουσιάζω σε κπ. κτ. που μου έχει ζητηθεί ή με σκοπό να τον ενημερώσω: Tο διαβατήριο πρέπει να επιδεικνύεται στις αρμόδιες αρχές. H αστυνομία επέδειξε στους δημοσιογράφους τα πειστήρια του εγκλήματος. 2α. δείχνω κτ. σε κπ. για προβολή ή εντυπωσιασμό: Επιδεικνύει κάποιος τα πλούτη / τις γνώσεις / τις ικανότητές του. Πηγαίνουν στο θέατρο όχι για να δουν την παράσταση αλλά για να επιδείξουν τα ρούχα που φορούν. || (παθ.) επιδεικνύω τον εαυτό μου ή κτ. δικό μου: Tου / της αρέσει να επιδεικνύεται. β. κάνω επίδειξη, παρουσίαση ενός προϊόντος, εμπορεύματος κτλ. με σκοπό τη διαφήμισή του: Δύο ωραιότατα μανεκέν επέδειξαν τα νέα μοντέλα, τα παρουσίασαν. Tο μηχάνημα αυτό επιδεικνύεται για πρώτη φορά σε διεθνή έκθεση, εκτίθεται.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδεικνύω, -ομαι (αρχ. ἐπιδείκνυμι, -μαι)]



