Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίθημα
1 εγγραφή
επίθημα το [epíθima] Ο49 : I.(γλωσσ.) παράθημα που εμφανίζεται στο τέλος λέξης: Yποκοριστικό / μεγεθυντικό ~. ~ για το σχηματισμό του θηλυκού ενός ονόματος. Tο “-άκι” στη λέξη “παιδάκι” είναι ~. Kλιτικό ~, κατάληξη. II. (αρχιτ.) αρχιτεκτονικό μέλος με σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας που τοποθετούνταν πάνω από τον άβακα του κιονόκρανου: Παλαιοχριστιανικό / βυζαντινό ~.

[λόγ.: II: αρχ. ἐπίθημα `κτ. που τοποθετείται επάνω΄· I: σημδ. νλατ. suffixum]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες