Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξώστης ο [eksóstis] Ο10 : 1.(λόγ.) το μπαλκόνι, ιδίως δημόσιου κτιρίου: Mίλησε στο λαό της πόλης από τον εξώστη του δημαρχείου. 2. κατασκευή μέσα σε αίθουσα, ιδίως θεάτρου ή κινηματογράφου, η οποία βρίσκεται ψηλότερα από την πλατεία και απέναντι από τη σκηνή ή την οθόνη: Tο θέατρο έχει δύο εξώστες. Πρώτος / δεύτερος ~. Εισιτήρια υπάρχουν μόνο για τον εξώστη. || (προφ.) οι άνθρωποι που βρίσκονται στον εξώστη και παρακολουθούν μια παράσταση ή ένα έργο: Xειροκροτεί / αποδοκιμάζει / σφυρίζει ο ~. Οι αντιδράσεις του εξώστη.
[λόγ.: 1: μσν. εξώστης, αρχ. σημ.: `που σπρώχνει έξω΄· 2: σημδ. ιταλ. balcone ή γαλλ. balcon]