Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξώγαμος
1 item total
εξώγαμος -η -ο [eksóγamos] Ε5 : 1.(για παιδί) που γεννήθηκε από γονείς, οι οποίοι δεν έχουν συνάψει μεταξύ τους νόμιμο γάμο· νόθος: Διατάξεις νόμου για τα εξώγαμα τέκνα. || (ως ουσ.) το εξώγαμο: Έχει ένα εξώγαμο. 2. (σπάν.) εξωσυζυγικός.

[λόγ. εξω- + γάμ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. extra-conjugal]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go