Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξομοιώνω
1 εγγραφή
εξομοιώνω [eksomióno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κπ. ή κτ. όμοιο με κπ. ή με κτ. άλλο, υπάγω στην ίδια κατηγορία: Tο νομοσχέδιο εξομοιώνει τους έκτακτους υπαλλήλους με τους μόνιμους. Έχουν εξομοιωθεί μισθολογικά οι δάσκαλοι με τους καθηγητές. 2. δέχομαι ή θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι όμοιος με κπ. ή με κτ. άλλο: Mην εξομοιώνεις ανόμοια πράγματα. Θεωρίες που εξομοιώνουν τον άνθρωπο με τα ζώα.

[λόγ. < αρχ. ἐξομοι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες