Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξάλλου
1 item total
εξάλλου [eksálu] σύνδ. αντιθ. : συνήθ. ύστερα από τελεία ή άνω τελεία βοηθάει τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ. ουσιαστικό που με κάπως έντονο τρόπο θέλει να αναφέρει, προκειμένου να δικαιολογήσει ή να συμπληρώσει τα προηγούμενα· άλλωστε: Δεν έχω να πω τίποτε· ~ δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να απολογηθώ. Στη συγκέντρωση ήταν παρόντες όλοι οι αντιπρόσωποι· ~ ήταν παρών και ο αντιπρόεδρος του σωματείου, ο οποίος έκανε την ακόλουθη δήλωση, επίσης, ακόμη. || (ως επίρρ.) βέβαια, ακριβώς: Συμφώνησε μαζί μας, όπως ~ όλοι τους.

[λόγ. φρ. εξ άλλου μτφρδ. γαλλ. d΄autre part(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go