Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντολή
1 εγγραφή
εντολή η [endolí] Ο29 : 1.ενέργεια με την οποία πρόσωπο ή ομάδα που έχει εξουσία ζητά από κπ. να δράσει οπωσδήποτε με συγκεκριμένο τρόπο· παραγγελία, διαταγή: Aυστηρή ~. Δίνω σε κπ. ~. Tους έδωσε σαφείς και αυστηρές εντολές. Θα αναχωρήσω μόλις πάρω σχετική ~. Λυπάμαι αλλά έχω ~ να μην επιτρέψω σε κανέναν την είσοδο. Δε δέχομαι εντολές από κανέναν, θα κάνω ό,τι εγώ αποφασίσω. Εκτελώ εντολές άλλων. (έκφρ.) κατ΄ ~ (άλλου), σύμφωνα με τη διαταγή, τη βούληση άλλου: Ενεργεί κατ΄ ~ των ανωτέρων του, όχι σύμφωνα με τη δική του βούληση. || (πολ.) ανάθεση: ~ σχηματισμού κυβέρνησης. Διερευνητική* ~ (σχηματισμού κυβέρνησης). 2. (εκκλ.) θεία επιταγή. || Οι δέκα εντολές, ο δεκάλογος που έδωσε ο Θεός στους Εβραίους μέσο του Mωυσή. 3. (νομ.) σύμβαση σύμφωνα με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλομένους αναθέτει στον άλλο τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης χωρίς αμοιβή. 4. έμβασμα, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται μέσο τράπεζας. 5. (πληροφ.) είδος οδηγίας που δίνεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει ορισμένη λειτουργία: ~ για αποθήκευση ενός εγγράφου. Ο υπολογιστής δε δέχεται τη συγκεκριμένη ~.

[λόγ. < αρχ. ἐντολή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες