Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντάξει
1 εγγραφή
εντάξει [endáksi] επίρρ. βεβ. : 1α.ως απάντηση απόλυτης συμφωνίας, συγκατάθεσης του ομιλητή στην πρόταση που του έγινε προηγουμένως: ~, μην ανησυχείς. ~ σύμφωνοι. Πολύ ωραία, ~. ~ με έπεισες! Tι λες; - Είμαστε ~, συμφωνούμε απόλυτα. β. συμβιβαστικά: Aφού το θες, ~ θα σου το δώσω. || (προφ.) ~ (μωρέ), καλά, ικανοποιητικά, αλλά όχι όσο θα ήθελε ο ομιλητής: ~ μωρέ, κάτι θα γίνει, δεν πειράζει. 2. σε θέση επιθέτου για να χαρακτηρίσει ο ομιλητής το προσδιοριζόμενο ως πολύ καλό, ικανοποιητικό κατά τη γνώμη του: Οι απόψεις του είναι πολύ ~. Είχαμε μια πολύ ~ προσφορά. Ένας πολύ ~ άνθρωπος / κύριος. Δε θα ήμουν ~, αν δεν τη βοηθούσα. Είσαι ~ τώρα; νιώθεις καλά; Δεν τη βρίσκω τη δουλειά ~, δεν είναι πολύ τίμια, καθαρή. || Είναι ~ όπως το ΄φτιαξα, καλό, σωστό.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τάξει `με τακτικό τρόπο΄ (δοτ. του αρχ. τάξις) σημδ. γερμ. in Οrdnung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες