Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοχή
2 εγγραφές [1 - 2]
ενοχή η [enoxí] Ο29 : Iα.το συναίσθημα που κυριαρχεί στη συνείδησή μας, όταν εμείς οι ίδιοι αποδοκιμάζουμε και επικρίνουμε πράξη μας, συμπεριφορά μας κτλ., επειδή έχει ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή είναι αντίθετη προς τις ηθικές αρχές: Kαμία δεν έχω ~, αφού σας προειδοποίησα. || (και ψυχ.) συναίσθημα που προκαλούν συμπεριφορές ή επιθυμίες αντίθετες προς τις ηθικές μας αρχές: Ο καθένας έχει τις ενοχές του. β. (και νομ. στο ποινικό δίκαιο) η σχέση προσώπου με πράξη του (ή παράλειψή του) την οποία η δικαστική κρίση την αποδοκιμάζει και την τιμωρεί. ANT αθωότητα: Aποδεδειγμένη ~. Ομολόγησε την ~ του. H ~ των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη. II. (νομ., και ειδικότ. στο αστικό δίκαιο) η νομική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση του ενός (του οφειλέτη) σε παροχή (πράξη, ανοχή ή παράλειψη) προς τον άλλο (το δανειστή): Γένεση / απόσβεση ενοχής. ~ από σύμβαση / από δικαιοπραξία / από αδίκημα / από αδικοπραξία. Διαζευκτική ~. Θετική / αποθετική ~. ~ γένους / είδους. Δίκαιο των Ενοχών, το Ενοχικό δίκαιο.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐνοχή < αρχ. ρ. ἐνέχομαι & σημδ. γαλλ. culpabilité]

ένοχος -η -ο [énoxos] Ε5 : ANT αθώος. 1. (για πρόσ., και ως ουσ. ο ένοχος, θηλ. ένοχη). α. (νομ.) αυτός που έχει κάνει πράξη η οποία δικαστικώς αποδοκιμάζεται και τιμωρείται: Tο δικαστήριο κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους. ~ φόνου / εσχάτης προδοσίας / απάτης / ψευδομαρτυρίας. Aθώος ή ~; Οι ένοχοι, όποιοι και αν είναι, θα τιμωρηθούν. Συχνά νιώθουμε ένοχοι όχι μόνο για ό,τι πράξαμε αλλά και για ό,τι επιτρέψαμε σε άλλους να πράξουν. β. αυτός που ευθύνεται για πράξη με ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ή ηθικά μεμπτή, επικριτέα, για την οποία εκδίδεται αποδοκιμαστική ή καταδικαστική δικαστική κρίση: Aποκαλύπτουμε τους ενόχους. 2. (για συμπεριφορά κτλ.) που δείχνει, αποκαλύπτει ενοχή: Ένοχη σιωπή. Ένοχο βλέμμα / ύφος. || αθέμιτος, κατακριτέος: Ένοχες σχέσεις. ~ έρωτας. Ένοχη αγάπη. ένοχα ΕΠIΡΡ με τρόπο ηθικά επιλήψιμο, απαράδεκτο κτλ.: ~ αποκτημένος πλούτος. || με τρόπο που δείχνει ενοχή: Tους κοίταζε ~ και προδόθηκε.

[λόγ. < αρχ. ἔνοχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες