Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ενοικιάζω
1 item total
ενοικιάζω [enikiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) 1. (ενεργ., για πρόσ.) νοικιάζω. α. παραχωρώ σε κπ. τη χρήση ακίνητου ή κινητού πράγματος που μου ανήκει, για ορισμένο χρόνο έναντι χρηματικού ποσού, του ενοικίου· εκμισθώνω. β. αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιώ ένα ακίνητο ή κινητό πράγμα, για ορισμένο χρόνο έναντι ενοικίου· μισθώνω. 2. (παθ., για πργ.) προσφέρομαι για χρήση με καταβολή ενοικίου: Ενοικιάζεται διαμέρισμα / γραφείο. Ενοικιαζόμενα δωμάτια. || (ως ουσ., προφ.) τα ενοικιάζεται, οι μικρές αγγελίες για ακίνητα που προσφέρονται για ενοικίαση: Έριξε μια ματιά στα ενοικιάζεται.

[λόγ. < μσν. ενοικιάζω `δίνω για ενοικίαση΄ < ενοίκι(ον) -άζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go