Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενικός
1 εγγραφή
ενικός -ή -ό [enikós] Ε1 : (και γραμμ.) 1α. Ενικός αριθμός, οι τύποι στους οποίους εκφέρεται μια κλιτή λέξη (πτώσεις ονόματος ή πρόσωπα ρήματος), όταν το σημαινόμενό της είναι ή λαμβάνεται ως ένα (ένα πράγμα, ένα πρόσωπο ή ένα σύνολο, ένα πλήθος). ANT πληθυντικός αριθμός· (πρβ. δυϊκός αριθμός): Ορισμένα ονόματα συνηθίζονται μόνο ή προπάντων στον ενικό αριθμό, όπως π.χ. οι λέξεις: χριστιανισμός, κύρος, ηχώ, Mακεδονία. β. (ως ουσ.) ο ενικός, ο ενικός αριθμός. || για τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κπ., όταν χρησιμοποιούμε ενικό αριθμό: Mίλα μου στον ενικό. || ~ του είδους, που μπαίνει στη θέση του πληθυντικού και σημαίνει ολόκληρο το είδος, π.χ.: «Ο Έλληνας αγαπά τον τόπο του» αντί «Όλοι οι Έλληνες αγαπούν τον τόπο τους». 2α. (παρωχ.) που αναφέρεται στον ενικό αριθμό: H ενική ονομαστική πτώση. β. (ως ουσ.): Tο τρίτο ενικό ενός ρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἑνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες