Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενεργητικός -ή -ό [enerjitikós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) α. που έχει την τάση, τη δύναμη και τη διάθεση να ενεργεί, να δρα για να πετύχει κάποιο αποτέλεσμα· (πρβ. δραστήριος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ειδ.) για ομοφυλόφιλο που παίζει το ρόλο του άντρα. ANT παθητικός. 2. που γίνεται για την επίτευξη σκοπού, αποτελέσματος κτλ.· (πρβ. ενεργός, δραστήριος). ANT παθητικός: Ενεργητική συμμετοχή. ~ ρόλος. 3. (γραμμ.) που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί: Ενεργητικά ρήματα. Ενεργητική διάθεση / φωνή. Ενεργητική σημασία. Ενεργητικοί τύποι ρήματος. 4. (λογιστ.) που παρουσιάζει κέρδος. ANT παθητικός: Ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο. || (ως ουσ.) το ενεργητικό*. 5. (για φάρμακα, τροφές κτλ.) που διευκολύνει την αφόδευση.
[λόγ. < αρχ. ἐνεργητικός (4: σημδ. γαλλ. actif)]



