Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφωνώ
1 εγγραφή
εκφωνώ [ekfonó] -ούμαι Ρ10.9 : διαβάζω, ανακοινώνω κτ. μεγαλοφώνως: Ο πρόεδρος εκφωνεί τα ονόματα των μαρτύρων. Tου ζήτησαν να εκφωνήσει τον όρκο. ~ κείμενο / ανακοίνωση / απόφαση / κατάλογο.

[λόγ. < ελνστ. ἐκφωνῶ `φωνάζω δυνατά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες