Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκφωνητής
1 item total
εκφωνητής ο [ekfonitís] Ο7 θηλ. εκφωνήτρια [ekfonítria] Ο27 : αυτός που εκφωνεί, διαβάζει μεγαλοφώνως ένα κείμενο: Οι εξεταζόμενοι ζήτησαν από τον εκφωνητή να επαναλάβει τις ερωτήσεις. || (ειδικότ.): Οι εκφωνητές και οι εκφωνήτριες του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης. ~ ειδήσεων.

[λόγ. εκφωνη- (εκφωνώ) -τής· λόγ. εκφωνη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go