Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλέγω
1 εγγραφή
εκλέγω [ekléγo] -ομαι Ρ αόρ. εξέλεξα, απαρέμφ. εκλέξει, παθ. αόρ. εκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξελέγη, εξελέγησαν, απαρέμφ. εκλεγεί και εκλεχτεί, μππ. εκλεγμένος : (συνήθ. για σύνολο προσώπων) με ψηφοφορία δηλώνω την προτίμησή μου για το πρόσωπο το οποίο θεωρώ μεταξύ άλλων ως το πιο κατάλληλο για να αναλάβει ένα αξίωμα· αναδεικνύω κπ. σε ένα αξίωμα με εκλογή· (πρβ. επιλέγω): H γενική συνέλευση εκλέγει το διοικητικό συμβούλιο. Ο λαός εκλέγει τους αντιπροσώπους του στο κοινοβούλιο με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία· (πρβ. ψηφίζω). || συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το διορίζω: H στρατιωτική κυβέρνηση διόρισε, στη θέση των δημοκρατικά εκλεγμένων δημάρχων, πρόσωπα της εμπιστοσύνης της.

[λόγ. < αρχ. ἐκλέγω `διαλέγω΄ με αλλ. της σημ. κατά το εκλογή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες