Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εικονογράφηση η [ikonoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εικονογραφώ· η διακόσμηση χειρογράφου ή εντύπου με ζωγραφικές παραστάσεις και το σύνολο αυτών των παραστάσεων: Πλούσια / φτωχή / πρωτότυπη ~. H ~ ενός βιβλίου / ενός παλαιού χειρογράφου / ενός περιοδικού. || H ~ του ιερού ναού· (πρβ. αγιογράφηση).
[λόγ. εικονογραφη- (εικονογραφώ) -σις > -ση]



