Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβίβα
1 εγγραφή
εβίβα [evíva] επιφ. : συνήθης πρόποση· εις υγείαν· στην υγειά σου.

[ιταλ. evviva]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες