Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- δυναμική η [δinamikí] Ο29 : 1α. (φυσ.) κλάδος της μηχανικής ο οποίος εξετάζει τα αίτια που προκαλούν την κίνηση των σωμάτων και τους νόμους που τη διέπουν. ANT στατική: H ~ των ρευμάτων / των υδάτων. β. (μουσ.) η θεωρία που αναφέρεται στην αύξηση ή στην ελάττωση της έντασης του ήχου. 2. (μτφ.) δυνάμεις που, όταν ενεργοποιηθούν κάτω από κατάλληλες συνθήκες, οδηγούν σε θετικές κυρίως εξελίξεις: H ~ του σοσιαλισμού. Ο χαρακτήρας και η ~ της επανάστασης του 1821.
[λόγ. < γαλλ. dynamique (στη νέα σημ.) < θηλ. του ελνστ. επιθ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄]
- δυναμικός -ή -ό [δinamikós] Ε1 : 1α. για άτομο που υπερνικά εμπόδια ή επιβάλλει καταστάσεις με την ψυχική αντοχή που τον διακρίνει και με τη δραστηριότητα ή με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει: Εταιρεία ζητά δυναμικούς συνεργάτες. Οι πρώτες φεμινίστριες ήταν πολύ δυναμικές γυναίκες. β. (με αφηρ. ουσ.) β1. που χαρακτηρίζεται από έντονη δράση ή από στοιχεία που εντυπωσιάζουν: H κυβέρνηση θα εφαρμόσει δυναμική πολιτική. Δυναμικές ενέργειες. H δυναμική είσοδος των ηθοποιών στη σκηνή. β2. που χαρακτηρίζεται από κάποια βιαιότητα: Οι απεργοί θα προβούν σε δυναμικές ενέργειες / αντιδράσεις. 2α. που παρουσιάζει εξελικτική τάση. ANT στατικός: Δυναμική βιομηχανία. ~ τομέας απασχόλησης. || Δυναμικές καλλιέργειες. β. για επιστήμη που εξετάζει τα φαινόμενα εξελικτικά ή σε σχέση με την κίνηση που παρουσιάζουν: Δυναμική οικονομία / γεωλογία. 3α. που έχει σχέση με τη δράση φυσικών δυνάμεων. ANT στατικός: ~ ηλεκτρισμός, που παράγεται με βολταϊκή στήλη ή με δυναμομηχανή. Δυναμική κατάσταση ενός σώματος, όταν το σώμα βρίσκεται σε κίνηση. β. (φωνητ.) ~ τόνος*. ANT μουσικός τόνος.
δυναμικά ΕΠIΡΡ: Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν ~, με διαδηλώσεις, καταλήψεις κτλ. H βιομηχανία μας μπήκε ~ στην ΕΟK, με ισχυρά στηρίγματα, με πολλά πλεονεκτήματα. [λόγ. < γαλλ. dynamique (στη νέα σημ.) < ελνστ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄]



