Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραματοποιώ
1 εγγραφή
δραματοποιώ [δramatopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. διασκευάζω σε δράμα ένα διήγημα, μυθιστόρημα, ποίημα κτλ. 2. (μτφ.) παρουσιάζω ένα γεγονός, μια κατάσταση πολύ πιο σοβαρή από ό,τι είναι πραγματικά· τραγικοποιώ.

[λόγ. < αρχ. δραματοποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες