Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράμι
1 εγγραφή
δράμι το [δrámi] Ο44 : 1. παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς. 2. πολύ μικρή ποσότητα: Δεν έχω ούτε ~ ψωμί. ΦΡ κάποιος δεν έχει ~ μυαλό / φιλότιμο / ντροπή κτλ., για να τονίσουμε ότι κάποιος στερείται εντελώς κάποια θετική ιδιότητα. δραμάκι το YΠΟKΟΡ για να δηλώσουμε την πολύ μικρή ποσότητα.

[αντδ. < μσν. δράμι(ον) < αραβ. dirhem ( [-ém] ) με μετάθ. του [r], κατά τη σημ. του τουρκ. dirhem ( [-ém], μετακ. τόνου;) < αρχ. δραχμή `μικρή μονάδα βάρους, δραχμή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες