Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διεκδίκηση
1 item total
διεκδίκηση η [δiekδíkisi] Ο33 : η ενέργεια του διεκδικώ. 1. απαίτηση που αφορά: α. την κυριότητα ενός πράγματος: ~ μεριδίου από την πατρική περιουσία. Εδαφικές διεκδικήσεις. β. την εξασφάλιση ενός δικαιώματος: Εργατικές διεκδικήσεις. 2. προσπάθεια για την επικράτηση σε έναν ανταγωνισμό: H ~ της πρώτης θέσης / του χρυσού μεταλλίου.

[λόγ. διεκδικη- (διεκδικώ) -σις > -ση (διαφ. το μσν. διεκδίκησις `επιβολή τιμωρίας΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go