Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διείσδυση
1 item total
διείσδυση η [δiízδisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διεισδύω: H ~ στρατιωτών στο εχθρικό στρατόπεδο, λαθραία είσοδος. ~ κατασκόπων στις τάξεις του στρατού, ένταξη ή ανάμειξή τους με συγκαλυμμένο και ύπουλο τρόπο. Οικονομική / πολιτιστική ~ σε μια ξένη χώρα, σταδιακή ανάληψη πρωτοβουλιών και άσκηση επιρροής. Mελέτη που επιχειρεί μια ~ στην ψυχοσύνθεση του Kαζαντζάκη, εμβάθυνση.

[λόγ. < ελνστ. διείσδυ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go