Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπρέπω [δiaprépo] Ρ αόρ. διέπρεψα, απαρέμφ. διαπρέψει : έχω μεγάλες επιτυχίες σε ορισμένο τομέα και γι΄ αυτό είμαι πολύ γνωστός: Σπούδασε νομικά και διέπρεψε ως δικηγόρος. Έλληνας καλλιτέχνης / επιστήμονας που διαπρέπει στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. διαπρέπω]



