Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπλάθω
1 εγγραφή
διαπλάθω [δiapláθo] -ομαι Ρ αόρ. διέπλασα, απαρέμφ. διαπλάσει, παθ. αόρ. διαπλάστηκα, απαρέμφ. διαπλαστεί, μππ. διαπλασμένος : (για πρόσ.) διαμορφώνω κπ. ηθικά και πνευματικά, διαπαιδαγωγώ: Kαθήκον της παιδείας είναι να διαπλάθει σωστά το παιδί. || (επέκτ.): ~ το ήθος / το χαρακτήρα κάποιου.

[λόγ. < αρχ. διαπλάσσω μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πλάσσω > πλάθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες